- ὑγιάνθη
- ὑ̱γιάνθη , ὑγιαίνωto be soundaor ind pass 3rd sgὑγιαίνωto be soundaor ind pass 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑγιανθῇ — ὑγιαίνω to be sound aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωλύω — και μωλύνω (Α) 1. (για κρέας) λειώνω βαθμηδόν καθώς ψήνομαι 2. (συν. το μέσ.) μωλύομαι και μωλύνομαι α) δεν βράζω τελείως, υποβράζω, σιγοβράζω β) (για πληγές) i) δεν φθάνω σε ωρίμαση, μαραίνομαι, εξαφανίζομαι σιγά σιγά ii) καταλήγω σε σήψη,… … Dictionary of Greek